σπληνοπάθεια

σπληνοπάθεια
η
πάθηση της σπλήνας, σπλήνιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπληνοπάθεια — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία για τις παθήσεις τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπληνοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”